Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

Ποιήματα και εικόνες για το φεγγάρι

Πανσέληνος του Σεπτέμβρη με εικόνες και ποιήματα για το ολόγιομο φεγγάρι...


 ΑΓΓΕΛΑΚΗ – ΡΟΥΚ   ΚΑΤΕΡΙΝΑ   ΠΑΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Το φεγγάρι, το φεγγάρι
τόσο προσκολλημένο ήταν στο στήθος μου

στην κοιλιά, γι’αυτό δεν το κοιτάζω πια
το αποφεύγω, όπως και τον καθρέφτη.
Το φεγγάρι βγάζει τώρα
ένα χλωμό, υποτονικό φως
που μονότονα λούζει και θυμίζει
άλλες στιγμές όταν νύχτα με τη νύχτα
μεγάλωνε το δρεπάνι
μαζί με τον πόθο
μαζί με την ιδέα της πληρότητας.
Πανσέληνος, το σύμπαν εκσπερμάτωνε
και συ στα βότσαλα υγρή
θαρρούσες πως είχες συλλάβει
το νόημα της δημιουργίας.
Κι ονειρευόσουν μια εποχή μεταφυσική
όπου κανένας ήλιος κοφτερός
δε θα διέκοπτε το ποίημα
αφού του φεγγαριού το φως
φως ασημένιο

πιο ερωτικά σε άγγιζε
απ’το χρυσό της μέρας.
Νόμιζες, ανόητο θηλυκό,
πως στο φεγγάρι θα λικνιζόσουνα
για πάντα…Αλλά,
Πάει κι αυτό, πάει και το φεγγάρι

 



ΖΑΛΟΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ - Εις το φεγγάρι

Χαρά της πρώτης μου ζωής, φεγγάρι αγαπημένο,
συ δεν πονείς, εγώ πονώ˙
γιατί ψηλά στον ουρανό
κρεμιέσαι λυπημένο;

Εσύ που χρύσωνες τη γη κι εμάγευες το κύμα,
γιατί μου ρίχνεις φως πικρό,
σα να φωτάς ένα νεκρό
που κείτεται στο μνήμα;

Φεγγάρι! Στο βασίλειο σου μη κατοικούν αγγέλοι
κι ο άγγελός μου κατοικεί;
Μη, φίλημα πικρό από κει,
την λάμψη σου μου στέλει;

Το φως σου αν είναι φίλημα, μυστήριο χαμένο
από του γιου μου την ψυχή,
οχ, άκουσέ μου μιαν ευχή,
φεγγάρι αγαπημένο!

Οχ, λάβε αυτόν τον στεναγμό και πε του, δε φοβάται
άλλην ο νους μου συμφορά-
κάθε μου πόθος και χαρά
στο χώμα του κοιμάται.

Αυτά, φεγγάρι, σου ζητώ και πε του, αν σ’ ερωτήση
πότε θα παύσουν οι καημοί,
όταν μια αχτίδα σου χλωμή
την πλάκα μου φωτίση.

ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ «Φεγγάρια πανσελήνου»

«Κάποια γυναίκα όλο κοιτά φεγγάρια Πανσελήνου.

Εσύ είσαι όρος/ όταν θεριεύει ύψος
μυρίζει μέλλον φθινοπωρινό/ απαλό της μνήμης.
Σε ζωογονούνε/ ήλιος/ μ’ όσους πυρπόλησε η σκιά
θάλασσα/ με τα παγωμένα χαμόγελα στο βυθό
κι ο άνεμος/ που μας πετάει βότσαλα ευτυχίας.

Όμως κοιτάς φεγγάρια Πανσελήνου.

Μα εσύ είσαι όρος./ Ρίξε τα ξύλα και νερά σου κρουνηδόν
πάνω στα χορταράκια/ και στα πεπρωμένα/ της πανίδας
με το καλό/ με τον καιρό/ γίνε πεδιάδα
και τότε τόλμησε και τότε κοίτα.

Γυναίκα ήταν και κοίταζε φεγγάρια Πανσελήνου


ΓΩΓΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ - Πώς με κοιτάζει έτσι
Πώς με κοιτάζει έτσι
αυτό το άσπρο κομμάτι χαρτί
πώς με κοιτάζει έτσι το φεγγάρι...
Πώς θροΐζει μέσα μου
αυτό τον παγωμένο χάρτη στο βυθό
πώς με κοιτάει έτσι το φεγγάρι...
Ποιανού καιρού το λυπημένο δάχτυλο
κρυμμένο πίσω από δάση και βουνά
δείχνει παντού και πουθενά
τι θέλει το φεγγάρι...
Ποιανού αλόγου τρελαμένου το χλιμίντρισμα
κάνει τόση αντήχηση μέσα μου
μου διογκώνει το Εγώ μου...
Ποιανής σελήνης έκλειψη
ποιου φεγγαριού η χάση
μαζί σηκώνει μέσα μου
άμπωτη και παλίρροια δίδυμες αδερφές μου...
πώς με κοιτ...
Πώς σκύβει έτσι πάνω στο στόμα μου να δει
αν ανασαίνω ο Καρυωτάκης...


 Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ "Γαλήνη"
Κρεμάστη ἀνάστροφα ἡ σελήνη
 πάνω στὸ χάος τὸ γαλανὸ
κι ὁ θεὸς προσμένει τὸ θεό του
 σὰν ἄνθρωπος στὸν οὐρανό.


ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ ΒΥΡΩΝ  -Έλεος δεν έχει τούτο το φεγγάρι




«Έλεος δεν έχει τούτο το φεγγάρι 
απλώνει απλώνει αδιάκοπα στο δέρμα του καλοκαιριού 
πήζει τον ουρανό πήζει τον άνεμο 
κερώνει την καρδιά και τις χαραματιές της θύμησης 
και τα σκιαγμένα πρόσωπα ψηλά στις πολεμίστρες…. 
Πεσμένοι πάνω στα καμένα βράχια με το θρυμματισμένο 
πρόσωπο της ανταρσίας αναστραμμένο στο αύριο 
μ’ ένα τραγούδι αλλουλούδιστο στα μάτια μας 
με τα κεραυνωμένα χέρια σωριαστά 
κι απ’ τα χαλαρωμένα δάχτυλα φευγάτα όλα τα ελάφια 
πόσες φορές θα σκοτωθούμε ακόμα;
Το αίμα στο αίμα πάνω πέτρωσε δεν δίνει πια χρησμό 
άδειος εδιάβηκε ο καιρός χωρίς κανένα θάμα… 
πεσμένοι πάνω στα καμένα βράχια 
πόσες φορές θα σκοτωθούμε ακόμα 
ρωτώντας πάντα αμετανόητα ρωτώντας πού τραβάει 
αυτός ο δρόμος πού περνάει 
ανάμεσα σε σκοτωμένους και φονιάδες.»


ΣΕΦΕΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ «ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ»




«Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν. 
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις 
όπως το φέρνει ο κόπος της τελειωμένης μέρας 
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες, 
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις. 
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω 
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη…. 
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης…»ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 


ΛΕΟΠΑΡΝΤΙ ΤΖΙΑΚΟΜΟ  - Στη σελήνη
Τώρα που έκλεισε έναν κύκλο ο χρόνος
Θυμάμαι, ερχόμουν με τόση αγωνία
Εδώ στον λόφο και σε κοιτούσα
Σελήνη μου, γεμάτη χάρη.
Κι εσύ, εκκρεμής πάνω απ’ το δάσος
Το φώτιζες ολόκληρο, όπως τώρα. Τότε όμως
Το πρόσωπό σου ήταν θολό κι αβέβαιο
Από τα δάκρυα που έρχονταν στα βλέφαρά μου
Γιατί ήταν βάσανο η ζωή μου, κι είναι ακόμα,
Δεν αλλάζει, σελήνη αγαπημένη.
Κι όμως, μ’ ευχαριστεί
Ν’ αναπολώ την εποχή της δυστυχίας μου.
Είναι γλυκό, όταν είσαι νέος
Και η πορεία της μνήμης είναι σύντομη
Ενώ η ελπίδα έχει μεγάλο δρόμο
Να θυμάσαι τα περασμένα
Κι ας ήταν λύπες, κι ας κρατάει ο πόνος.


 Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ Το φεγγάρι
Δε σκέφτηκες ότι μια νύχτα κρυφά
Στις μύτες των ποδιών μου
Πήρα όλα τα οστά μας
Και τα βούτηξα – ας μην το μάθουν σε παρακαλώ
Στο φεγγάρι
Τώρα ας τραγουδήσουμε το φεγγάρι
Κανείς δεν θα μας πει ότι το περιέχουμε σαν έμβρυο
Η γνωστή ιστορία ότι τα έμβρυα μεγαλώνουν
Και στο τέλος αποχωρίζονται απ’ τις μητέρες τους
Θα επαναληφθεί κι εδώ
Και τότε μ’ έκπληξη οι συγγενείς οι φίλοι κι εμείς οι ίδιοι ακόμα
Θα πηγαίνουμε το φεγγάρι περίπατο
Θα το τραγουδάμε και θα μας τραγουδάει
Θα το ‘χουμε στα χέρια μας
Στο μυαλό μας στη συνήθεια να ξυπνάμε πρωί
Δεν γίνεται λόγος για τη σκέψη
Αυτή ανέκαθεν είναι το φεγγάρι
Και κάτι άλλο
Αν σε ρωτήσουν να τους πεις το μυστικό
Πες τους ένα ψέμα:
Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι
Αυτό που είναι στον ουρανό.


Φ. ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Βγαίνει το φεγγάρι

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
οι καμπάνες χάνονται,
κι εμφανίζονται τ' απρόσβατα
τα μονοπάτια.

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
η θάλασσα σκεπάζει τη γη,
κι η καρδιά αισθάνεται νησί
καταμεσής του απείρου.

Κανείς δεν τρώει πορτοκάλια
κάτω απ'την πανσέληνο.
Πρέπει να φας
πράσινα φρούτα παγωμένα.

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
με τα εκατό όμοια πρόσωπα
το αργυρό νόμισμα
κλαίει στην τσέπη

μτφ: Ρήγα Καππάτου

ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΝΙΚΟΣ-ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ  




I) «Ψηλά η νύχτα μοιάζει έρωτας…/ Ελκύομαι απ’ τα φεγγάρια 
τι δρόμους ανοίγουν για να βρεις αγαπημένη.» 
II) «Το φεγγάρι κατευνάζει κάποτε/ συνήθως όμως αναστατώνει 
θρασύνεται διαστέλλεται στη λαγνική του μαύρου κοινοκτημοσύνη. 
Γιατί να μας εφευρίσκει ο θάνατος; …» 
III) «Ω καρδιά μου- τρομαχτικότερη σελήνη »,




ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Σελήνη

Ἀπὸ ἕνα θαῦμα
Ἀπὸ ἕνα πρόσωπο πρωίας
Παίρνεται ὁ θυμός μου
Σελήνη ἀθρόα παρουσία
Ἑλένη ἡ καμπύλη τοῦ κόσμου
M᾿ ἐβένινη σημασία
Ἡ πύλη ἀνοίγει στὸν ξένο
Στ᾿ ἀγέρι
T᾿ ἀλέτρι ὀργώνει τὸν κάμπο
Ἐκεῖ ποὺ δὲ βλέπει ἡ καρδιὰ
Βελάζουν τ᾿ ἀστέρια στὴν κρύπτη


ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ ΜΙΛΤΟΣ - Η πηγή
Φεγγάρι πεθαμένο μου
για ξαναβγές και πάλι
θέλω να δω το αίμα σου
δεν έκαιγες λυχνάρι
φώτιζες
το φοβισμένο πρόσωπο
θέλω να δω
το φοβισμένο πρόσωπο
τώρα
πάλι και πάλι
τότε
όλο το σώμα μου ήταν
μιά πληγή
φεγγάρι
μια πηγή
και φώτιζε
της νύχτας το σκοτάδι
Φεγγάρι πεθαμένο μου
θέλω να δω το αίμα σου
τώρα
πάλι και πάλι


ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ ΝΑΠΟΛΕΩΝ - Νυχτερινό 1

Μονάχη η φλόγα του κεριού μου,
κι απέναντί μου στο τραπέζι
θαρρείς το τέλος της προσμένει·
λίγες στιγμές έχει να ζήσει
και μες στη νύχτα τρεμοπαίζει,
σα μια ψυχούλα φοβισμένη...

Απόξω έν’ άγρυπνο φεγγάρι
με κόπο χάνεται στα χάη
μιας ατελεύτητης ερήμου...
Σα να μη θέλει να πεθάνει,
μ᾿ αναλαμπς ψυχομαχάει
το ετοιμοθάνατο κερί μου...

Και το βαρύθυμο φεγγάρι,
που χρόνια τώρα έχει σωπάσει,
και το κερί μου που πεθαίνει
και, μέσα, η θλιβερ ψυχή μου,
χωρίς αιτία, κι οι τρεις στην πλάση
είμαστε τόσο λυπημένοι...



 ΔΗΜΟΥΛΑ ΚΙΚΗ «Μισό φεγγάρι»

Βλέπω ένα γούβωμα βαθύ.
 Ποιό χέρι αρπακτικό
μπήκε πήρε πολύ έφυγε
και δεν πρόφτασα;

Άραγε σε ποιό όνειρο
ανέθεσα του όλου τη φύλαξη
 και το πήρε ο ύπνος;

Ακούω το νυχτολούλουδο
σαν κούκος ρολογιού
πετάγεταιέξω απ΄το άρωμά του
 φωνάζοντας
 νύχτωσε βγες να δεις
 και είδα να χαράζεται ψηλά
ένα μισό και ούτε φεγγάρι
σα μαχαιριά σε υπερφυσικό
 θεού σαγόνι ή μάλλον
σαν φιλιού το κάτω χείλος
και το επάνω να φιλάει το σκοτάδι
 -ποιός και σε ποιόν μισοείπε:
 αν είναι αργά
κοιμήσου στο κρεβάτι μου εσύ
κι εγώ στον καναπέ.

Αχ,υπομνηστικό φεγγάρι
 στέκεις εκεί πάνω
σα μισή ωραιότητα
 και σαν ολόκληρη ευκαιρί
α κοιτάζοντάς σε να μετρώ
πόσα μισά δεν πρόλαβα
 ν΄αφήσω.

ΜΙΛ.ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ Παίζει ἀπόψε τὸ φεγγάρι
Παίζει ἀπόψε τὸ φεγγάρι
Μέσα στὴν κληματαριά,
Ποὖναι νὰ τὸ πιεῖς, ἀλήθεια,
Στὸ ποτήρι,

Κι ὄχι τόσο γιατὶ παίζει
Στὴν κληματαριά,
Ὅσο γιατὶ φέγγει δίπλα
Σ᾿ ἕνα παραθύρι…


ΚΕΝΤΡΟΥ – ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ   Αυγουστιάτικο φεγγάρι
Φεγγάρι σπλαχνικό

Σκαρφαλωμένο σε μισόκλειστα παράθυρα

Όταν κοιτάζεις συγγενείς και φίλους
Να ξενυχτάνε τους νεκρούς τους
Την εξοικείωση βοηθάς
Ζώντων τε και τεθνεώτων
ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ ΝΑΠΟΛΕΩΝ -  Νυχτερινό 2

Ένα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο,
που λάμπει μεσ’ τη νύχτα – τίποτ’  άλλο.
Μια φωνή γρικιέται μέσ’ το σάλο
και που σε λίγο παύει -τίποτ’ άλλο.
Πέρα μακριά, κάποιο στερνό σινιάλο
του καραβιού που φεύγει -τίποτ΄άλλο.
Και μόνον εν παράπονο μεγάλο
στα βάθη του μυαλού μου. -Τίποτ’  άλλο.

ΣΟΥΤΣΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ 


Τι ωραίο φεγγαράκι!
Τι ερωτική βραδιά!
Ήσυχα τ’ αεράκι
παίζει μέσα στα κλαδιά.

Κοίταξε το αηδόνι
μες στα φύλλα πώς πετά,
και στες βρύσες το τρυγόνι,
πώς το ταίρι του ζητά.

Τ’ ανταμώνει, τ’ αγκαλιάζει
με λαχτάρα και χαρά˙
το φιλεί, γλυκοστενάζει
και σαλεύει τα πτερά.

Τι πουλάκι’ αγαπημένα!
Τι αθώοι στεναγμοί!...
Τέτοιον έρωτα σ’ εμένα,
σκληρή! Δείξε μιαν στιγμή.

ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑΣ - Αγροτικό

Στο σταύλο απόψε ήρθε το φεγγάρι...
Εκοίταξεν απ' το παράθυρό του,
είδε την αγελάδα, το μοσκάρι,
το βόδι που μασούσε το σανό του.

Στον κήπο μας ανήσυχο γλιστρούσε,
ανέβηκεν απάνω στη συκιά μας,
εμέτρησε τα λίγα πρόβατά μας,
είδε το γάιδαρό μας και γελούσε.

Πήγε στ' αμπέλι, πήγε στο λιοστάσι,
άκουσε τα κουδούνια απ' το κοπάδι,
χωρίς κουβά κατέβη στο πηγάδι
κι ήπιε νερό πολύ να ξεδιψάσει.

Στης λεύκας μας τα φύλλα παιγνιδίζει
στον ουρανό τον καθαρό ανεβαίνει.
Μια χήνα το κοιτάζει σαστισμένη
κι ο σκύλος μας ακόμα το γαυγίζει.

Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ - ΚΡΗΤΙΚΟΣ
Ἀκόμη έβάστουνε ἡ βροντή...
Κι ἡ θάλασσα, ποὺ σκίρτησε σὰν τὸ χοχλὸ ποὺ βράζει,
ἡσύχασε καὶ ἔγινε ὅλο ἡσυχία καὶ πάστρα,
σὰν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ᾿ ἄστρα·
κάτι κρυφὸ μυστήριο ἐστένεψε τὴ φύση
κάθε ὀμορφιὰ νὰ στολιστεῖ καὶ τὸ θυμὸ ν᾿ ἀφήσει.
Δὲν εἶν᾿ πνοὴ στὸν οὐρανό, στὴ θάλασσα, φυσώντας
οὔτε ὅσο κάνει στὸν ἀνθὸ ἡ μέλισσα περνώντας,
ὅμως κοντὰ στὴν κορασιά, ποὺ μ᾿ ἔσφιξε κι ἐχάρη,
ἐσειόνταν τ᾿ ὁλοστρόγγυλο καὶ λαγαρὸ φεγγάρι·
καὶ ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι ποὺ ἐκεῖθε βγαίνει,
κι ὀμπρός μου ἰδοὺ ποὺ βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε τὸ δροσάτο φῶς στὴ θεϊκιὰ θωριά της,
στὰ μάτια της τὰ ὁλόμαυρα καὶ στὰ χρυσὰ μαλλιά της.ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 

Τ.ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - Περιμένοντας το βράδυ 
Δὲν ξέρω πῶς, δὲν ξέρω ποῦ, δὲν ξέρω πότε, ὅμως τὰ βράδια

κάποιος κλαίει πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα

κι ἡ μουσικὴ εἶναι φίλη μας – καὶ συχνὰ μέσα στὸν ὕπνο
ἀκοῦμε τὰ βήματα παλιῶν πνιγμένων ἢ περνοῦν μὲς
στὸν καθρέφτη πρόσωπα
ποῦ τὰ εἴδαμε κάποτε σ᾿ ἕνα δρόμο ἡ ἕνα παράθυρο
καὶ ξανάρχονται ἐπίμονα
σὰν ἕνα ἄρωμα ἀπ᾿ τὴ νιότη μας – τὸ μέλλον εἶναι ἄγνωστο
τὸ παρελθὸν ἕνα αἴνιγμα
ἡ στιγμὴ βιαστικὴ κι ἀνεξήγητη.
Οἱ ταξιδιῶτες χάθηκαν στὸ βάθος
ἄλλους τοὺς κράτησε γιὰ πάντα τὸ φεγγάρι
οἱ καγκελόπορτες τὸ βράδυ ἀνοίγουνε μ᾿ ἕνα λυγμὸ
οἱ ταχυδρόμοι ξέχασαν τὸ δρόμο
κι ἡ ἐξήγηση θὰ ᾿ρθεῖ κάποτε
ὅταν δὲν θὰ χρειάζεται πιὰ καμία ἐξήγηση.
Ά, πόσα ρόδα στὸ ἡλιοβασίλεμα – τί ἔρωτες Θεέ μου, τί ἡδονὲς
τί ὄνειρα!
Ας πᾶμε τώρα νὰ ἐξαγνιστοῦμε μὲς στὴ λησμονιά.

ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ ΝΑΠΟΛΕΩΝ-Χειμωνιάτικο τοπίο
Ἕν᾿ ἀλλόκοτο φεγγάρι σὰν ἕνα κομμάτι πάγου,
πεθαμένο καὶ στημένο μέσ᾿ στὴ μέση του πελάγου,
μιὰ βουβή, μεγάλη ξέρα, πιὸ γυμνὴ κι ἀπὸ παλάμη,
μ᾿ ἕνα γέρικο, θλιμμένο, τραγικό, μικρὸ καλάμι
κι ἕνας ἴσκιος -ἕνα κάτι- ποὺ δὲ ξέρω τί ἔχει χάσει
κι ἀπὸ τότε φέρνει γύρα, μὴ μπορώντας νά ῾συχάσει.
Παγωμένο τὸ χαμένο κι ὅλο φῶς, ἐκεῖνο τρίο,
σιωποῦσε κι ἀγρυπνοῦσε, μέσ᾿ στὴ νύχτα, μέσ᾿ στὸ κρύο...



ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ - Το φεγγάρι γελάει 


Καίει 
καίει η νύχτα 
οι άνθρωποι τρώνε 
ονομάζοντας σκοτεινές αρρώστιες 
η γυναίκα λέει για ένα γάμο 
Ανεβαίνει 
ανεβαίνει φωτεινή ρουκέτα 
στον ουρανό η νύφη 
ο γαμπρός κόλλησε στη γη 
γεμάτος κόκκινα στίγματα και στάχτη 
κλαίει η γυναίκα 
το φεγγάρι γελάει 
το φεγγάρι κλαίει 
η γυναίκα γελάει 


Oδυσσέας Ελύτης

Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο

Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα

Umberto Fiori - ΠΕΡΑΣΜΑ

Επιστρέφει το σκοτάδι.


Πάνω στα σπίτια ξαναβγαίνει

το φεγγάρι, και ανεβαίνει γεμάτο

και πάντοτε πιο φωτεινό
στον έναστρο ουρανό.
Πάλι αυτό το ωραιότατο άδειο
εκεί πάνω ψηλά
σε πιέζει σαν
ένα προσωπικό γεγονός.
Το νιώθεις σαν ένα χρέος,
όπως το τηλέφωνο
όταν συνεχίζει να χτυπάει
στο σπίτι κάποιου άλλου


ενώ ανεβαίνεις τις σκάλες. 
μτφ: Γιάννης Παππάς

Ο.ΕΛΥΤΗΣ - ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ 

Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας

Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια
Της δράσης
Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί
Ακούσιος καταρρέει
Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ' το μελαγχολικό
Σιωπητήριο.

ΧΙΟΝΗΣ ΑΡΓΥΡΗΣ
 Έν' ασημένιο κέρμα το φεγγάρι, που κάποτε τινάξαν στο διάστημα οι θεοί, κορώνα γράμματα την τύχη παίζοντας αυτού του κόσμου, έν' ασημένιο κέρμα που δεν έπεσε ποτέ, αλλ' έμεινε εκεί, μετέωρο, στο χάος.

Γι' αυτό και δεν αποφασίστηκε ποτέ η τύχη αυτού του κόσμου, γι' αυτό και αδιάκοπα κοιτάμε μ' αγωνία το φεγγάρι, μην πάει και πέσει απ' του χαμού μας την πλευρά.

ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ «Σονάτα του σεληνόφωτος»
"φησέ με ναρθ μαζί σου. Τί φεγγάρι πόψε! Εναι καλ τ φεγγάρι, - δ θ φαίνεται πο σπρισαν τ μαλλιά μου. Τ φεγγάρι θ κάνει πάλι χρυσ τ μαλλιά μου. Δ θ καταλάβεις. φησέ με νρθω μαζί σου.
ταν χει φεγγάρι, μεγαλώνουν ο σκις μς στ σπίτι, όρατα χέρια τραβον τς κουρτίνες, να δάχτυλο χν γράφει στ σκόνη το πιάνου λησμονημένα λόγια - δ θέλω ν τ᾿ κούσω. Σώπα.
φησέ με νρθω μαζί σου λίγο πι κάτου, ς τ μάντρα το τουβλάδικου, ς κε πο στρίβει  δρόμος κα φαίνεται  πολιτεία τσιμεντένια κι έρινη, σβεστωμένη μ φεγγαρόφωτο τόσο διάφορη κι ϋλη, τόσο θετικ σν μεταφυσικ πο μπορες πιτέλους ν πιστέψεις πς πάρχεις κα δν πάρχεις πς ποτ δν πρξες, δν πρξε  χρόνος κ᾿  φθορά του. φησέ με νρθω μαζί σου.                                                                                                     ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 


Γ ΡΙΤΣΟΣ .  Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού 

Τότε το φεγγάρι  σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι.
Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.
Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα. Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι που ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν. Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.
Γι αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά με το φεγγάρι.» […]



Ο ΕΛΥΤΗΣ - ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ 


Φεγγάρι εδώ φεγγάρι εκεί
Αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα
Για το δικό σου το χατίρι
Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα
βαθύ γαρίφαλο ακρωτήρι


Ν. ΓΚΑΤΣΟΣ - ΑΜΟΡΓΟΣ 

Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.



Ν ΓΚΑΤΣΟΣ - ΜΟΝΑΞΙΑ 
Κι' ἐσύ, φεγγάρι, ποὺ περνᾶς μέσα στὰ σύννεφα γοργά,

κι' ὅλα τὰ λούζεις στὸ ἄϋλο φῶς καὶ στὰ ἀσημένια κάλλη

Κάποιας ζωῆς ἀπόκοσμης, τώρα, ποὺ ἡ νύχτα ἀναριγᾶ,
πές μου, φεγγάρι, τὰ παλιὰ δὲ θὰ ξανάρθουν πάλι;






              Πηγή: http://homouniversalisgr.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου