Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

Οι πρόσφυγες ως πολιτική απειλή στην μεταπολεμική Αθήνα...



του Μενέλαου Χαραλαμπίδη
Η Μικρασιατική Καταστροφή και η αθρόα άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα από τον Σεπτέμβριο του 1922, δοκίμασε τις δομές του ελληνικού κράτους ως προς τις δυνατότητες αποκατάστασής των ξεριζωμένων, εν μέσω μίας ήδη τεταμένης πολιτικής και οικονομικής κατάστασης. Όσο για την κοινωνία που τους υποδέχτηκε, ήρθε αντιμέτωπη με την κατασκευή του «άλλου», του «ανεπιθύμητου». Ίσως για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, βρέθηκε να είναι ο εκφραστής της προκατάληψης και του ρατσισμού. Για τους γηγενείς, οι πρόσφυγες δεν ήταν πραγματικοί Έλληνες. Σχεδόν 90 χρόνια μετά, μετανάστες και πρόσφυγες αντιμετωπίζονται ως παράσιτα, επειδή επίσης δεν είναι… Έλληνες. Τι μπορεί να μας διδάξει το προσφυγικό ζήτημα, σήμερα; 

Η επαγγελματική αποκατάσταση των προσφύγων

Δεν ήταν όμως μόνο η πολιτισμική διαφορά ή οι προστριβές λόγω των επιτάξεων και των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων που επιδείνωναν τις σχέσεις προσφύγων και γηγενών. Οι αλλαγές που προκάλεσε η άφιξη των προσφύγων ήταν τόσο μεγάλες που δεν άφησαν ανεπηρέαστο κανένα τομέα. Οι πρόσφυγες αποτελούσαν ένα πολυάριθμο και χαμηλά αμειβόμενο εργατικό δυναμικό, το οποίο λειτουργούσε ανταγωνιστικά ως προς τους γηγενείς εργάτες. Οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες – σε μεγάλο βαθμό γυναίκες και ανήλικα παιδιά – προτιμούνταν από τους εργοδότες κυρίως ως ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, διότι ήταν διατεθειμένοι να εργαστούν με μικρότερες απολαβές. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι οι πρόσφυγες δεν έφεραν συνδικαλιστική εμπειρία - καθώς στα χωριά και τις μικρές πόλεις της Μ. Ασίας δεν είχε αναπτυχθεί συνδικαλιστικό κίνημα – τους καθιστούσε πολύτιμη δεξαμενή απεργοσπαστών.
Πράγματι, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, πολλές ήταν οι περιπτώσεις όπου στις απεργιακές κινητοποιήσεις οι εργοδότες απαντούσαν με την πρόσληψη του συνδικαλιστικά ανοργάνωτου προσφυγικού εργατικού δυναμικού. Όπως επισήμαινε ο Δημήτρης Στρατής, γνωστός συνδικαλιστής του Μεσοπολέμου, σε επιστολή του προς το διευθυντή του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας A. Thomas στις 2 Μαρτίου 1927: «Η εργατική τάξη είναι αδύνατο να επιβληθεί στους εργοδότες οι οποίοι σε κάθε εργατική διεκδίκηση των οργανωμένων εργατών απαντούν με μαζικές απολύσεις, αντικαθιστώντας τους συνδικαλισμένους εργάτες με ασυνδικάλιστους από τους πρόσφυγες.»[1]
Δεν ήταν όμως μόνο η διάσταση ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς εργάτες η οποία τροφοδοτούσε τις προστριβές στους χώρους εργασίας. Οι εφημερίδες προσφυγικών συμφερόντων, αναδείκνυαν με κάθε ευκαιρία την αρνητική στάση των γηγενών απέναντι στους πρόσφυγες. Ένα από τα πλέον πρόσφορα πεδία ήταν αυτό των σχέσεων ανάμεσα στο γηγενή εργοδότη και τον πρόσφυγα εργάτη. Υπονομεύοντας την ταξική διάσταση της σχέσης - άλλωστε οι μεγάλες προσφυγικές εφημερίδες είχαν το ρόλο του διαμορφωτή της προσφυγικής κοινής γνώμης, της προβολής των προσφυγικών διεκδικήσεων και παράλληλα της εξασφάλισης ότι αυτές δεν θα συνδέονταν με ανατρεπτικά νοήματα - οι εφημερίδες αυτές πρόβαλαν περιπτώσεις όπου η σύγκρουση εργοδότη και εργαζομένου είχε ή ερμηνεύονταν από τον αρθογράφο ότι είχε, πολιτισμικά και όχι ταξικά αίτια. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος γραφής του κεντρικού άρθρου της ευρείας κυκλοφορίας προσφυγικής εφημερίδας Προσφυγικός Κόσμος, που στόχευε στο να φορτίσει συναισθηματικά τον αναγνώστη:

«Δύο πρόσφυγες εκ Σμύρνης ξυλουργοί, βιοπαλαισταί, προσεκλήθησαν εις ένα σπίτι περί την Βάθην, την περασμένην εβδομάδα δια να προσφέρουν τας υπηρεσίας των εις την επισκευήν των κουφωμάτων της οικίας. Οι άνθρωποι αυτοί, τότε μόνον έγιναν δεκτοί, από τον ιδιοκτήτην της οικίας να εργασθούν εις αυτήν, αφού εδήλωσαν προηγουμένος, καταλλήλως ερωτηθέντες, ότι δεν είνε πρόσφυγες, αλλά Ηπειρώται. Μήπως είσασθε πρόσφυγες; Ήταν το στυγνόν αλλά απειλητικόν ερώτημα. Και οι άνθρωποι εδήλωσαν ψευδώς ότι δεν ήσαν [...] Την τετάρτην ημέραν επήλθε το μοιραίον. Εζητήθη και ένας σουβατζής δι’ άλλας επισκευάς και αυτός προσεκομίσθη από την Καισαριανήν. Το λεκτικόν του όμως, ανεκαλύφθη από τον ιδιοκτήτην του σπιτιού και η ανακάλυψις επήρε μορφήν εγχειριδίου εμπηχθέντος εις τα στήθη των δυστυχών ανθρώπων. Είσθε λοιπόν πρόσφυγες; Είνε σαν να τους ερωτούσε: Είσθε άχθη αρούρκς (sic); Είσθε παρίαι; [...] Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, δεν απήντησεν αμέσως. Ειδοποίησεν όμως με την υπηρέτριαν τους τρεις εργάτας να περάσουν το βράδυ να πληρωθούν, διότι από της επομένης δεν υπήρχεν εργασία πλέον […] Είνε γενικόν το αντιπροσφυγικόν αίσθημα που πνέει απ’ άκρου εις άκρον του τόπου αυτού. Δεν μας χωνεύουν! Δεν υπάρχει οίκτος, δεν υπάρχει ολίγη ευσπλαχνία για μας εδώ. Δεν μας χωνεύουν λοιπόν. Αλλά διατί; Μήπως διότι είμεθα βενιζελικοί; Όχι! Δεν μας χωνεύουν διότι είμεθα πρόσφυγες! Αυτό είνε.»[2]

Οι χώροι εργασίας ήταν οι μοναδικοί χώροι καθημερινής επαφής ντόπιων και προσφύγων. Ο χωροταξικός διαχωρισμός συνέβαλε και στον κοινωνικό διαχωρισμό των δύο πληθυσμιακών ομάδων. Η καθημερινότητα ντόπιων και προσφύγων δεν «συναντιόταν» στους χώρους διασκέδασης, στα καταστήματα ή στις πλατείες του κέντρου και των παλαιών συνοικιών της Αθήνας. Έτσι, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια μετά την άφιξη των προσφύγων, ο κύριος χώρος συγχρωτισμού τους με τους γηγενείς, ήταν αυτός της εργασίας.
Η αφήγηση του Μανώλη Τάσσου, παρουσιάζει και τις δύο πλευρές της συμπεριφοράς που αντιμετώπισαν πολλοί πρόσφυγες στον εργασιακό τους χώρο. Στα έντεκά του χρόνια ο Μανώλης Τάσσος, που κατοικούσε στην Καισαριανή, έπιασε δουλειά σ’ ένα τσαγκαράδικο της πλατείας Πλαστήρα στο Παγκράτι. Ο τρόπος που εκδήλωνε την αντιπάθειά του για αυτόν, ο Γιώργος, ο καλφάς του τσαγκαράδικου και παράλληλα ψάλτης στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα στο Παγκράτι, διατηρήθηκε στη μνήμη του εδώ και 70 περίπου χρόνια:

«Κι όλο αυτός με φώναζε “Έλα δω ρε Τούρκο, άντε να πάρεις μια δραχμή ψωμί κι ένα πενηνταράκι φέτα”. Όλο “Τούρκο έλα δω”. Μια μέρα εγώ τόσο πολύ δεν μπορούσα να πούμε, έβαλα τα κλάματα. Με βλέπει το αφεντικό […] “Έλα δω” μου λέει. “Γιατί κλαις;” Λέω “τίποτα. Πες μου γιατί κλαις;” Του λέω έτσι κι έτσι. “Ρε παλιάνθρωπε δεν ντρέπεσαι; Έτσι και ξαναπείς τίποτα στο παιδί θα πεταχτείς έξω, δεν θα ξαναδείς την πόρτα”.»[3]

Λόγω των χαρακτηριστικών που έφερε η προσφυγική εργασία – χαμηλότερα ημερομίσθια, ανειδίκευτη εργασία, έντονη κινητικότητα – πολύ σύντομα το προσφυγικό εργατικό δυναμικό συνιστούσε σημαντικό τμήμα της οικονομικής ζωής σε Αθήνα και Πειραιά. Σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος, το 1928 οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 25,42% στον κλάδο των ορυχείων και μεταλλείων, το 38,18% στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία, το 35,17% στην οικοδομή, το 20,35% στις μεταφορές και τις επικοινωνίες, το 27,84% στο εμπόριο, και το 38,22% του εργατικού και υπαλληλικού προσωπικού.[4] Όπως προκύπτει από τα παραπάνω στοιχεία, οι πρόσφυγες ήδη το 1928, συνιστούσαν το 1/3 του εργατικού δυναμικού.
Η «συνάντησή» τους με τους γηγενείς εργάτες στους ίδιους χώρους εργασίας, με δεδομένη την επιβαρυμένη οικονομικά και πολιτικά κατάσταση της περιόδου και την πολιτισμική διαφορά των δύο αυτών πληθυσμιακών ομάδων, ευνοούσε τη διατήρηση των μεταξύ τους διαχωριστικών γραμμών. Αν και η κοινή κοινωνική τους θέση θα μπορούσε να λειτουργήσει ομοιογενοποιητικά, το πολιτισμικό χάσμα που τους χώριζε και η διαφορετική τους πολιτική συμπεριφορά (αντιβενιζελικοί γηγενείς και βενιζελικοί πρόσφυγες), συντηρούσε τις μεταξύ τους διακρίσεις. 
    
Οι πρόσφυγες ως πολιτική απειλή
                                       
Η κύρια διάσταση ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς στην Αθήνα, η οποία τροφοδοτούσε όλες τις άλλες μορφές αντιπαράθεσης, ήταν η πολιτική. Η ενσωμάτωση των προσφύγων στο προϋπάρχον διχαστικό σχήμα βενιζελικοί – αντιβενιζελικοί, αποτέλεσε την κύρια αιτία των προστριβών τους με τους παλαιούς κατοίκους της πόλης. Η άφιξη χιλιάδων βενιζελικών προσφύγων στην πρωτεύουσα, ανέτρεψε τους συσχετισμούς δυνάμεων ανάμεσα στους δύο κυρίαρχους πολιτικούς χώρους. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων του Λαϊκού Κόμματος στην Αθήνα προέρχονταν από την Παλαιά Ελλάδα, η άφιξη των προσφύγων όξυνε το διχαστικό κλίμα, το οποίο πλέον εκφράζονταν και από το δίπολο πρόσφυγες βενιζελικοί – παλαιοελλαδίτες αντιβενιζελικοί.
Η ταύτιση των προσφύγων με το βενιζελικό χώρο, που πήγαζε από την απόδοση των ευθυνών για τη μικρασιατική καταστροφή αποκλειστικά στην αντιβενιζελική παράταξη και το βασιλιά, καταγράφηκε εντυπωσιακά στις εκλογές του 1928. Τα ποσοστά που συγκέντρωσε στις προσφυγικές συνοικίες η βενιζελική παράταξη ήταν συντριπτικά για τους υποψηφίους του αντιβενιζελικού χώρου: 98,5% στην Καισαριανή, 98,1% στη Ν. Ιωνία, 98% στη Ν. Κοκκινιά, 97,4% στο Βύρωνα, όταν στην περιοχή πρωτευούσης συγκέντρωσε το 63,7%.[5]
Στην προσπάθειά του να υποβαθμίσει τις ευθύνες των αντιβενιζελικών για την κατάληξη της μικρασιατικής εκστρατείας, ο αντιβενιζελικός Τύπος ερμήνευε την ταύτιση των προσφύγων με το πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου, ως αποτέλεσμα οικονομικής συνδιαλλαγής σε βάρος των γηγενών. Η κυβέρνηση Βενιζέλου, «το κράτος των προσφύγων», τους επέτρεπε να παρανομούν σε βάρος των γηγενών καταπατώντας τις περιουσίες τους με αντάλλαγμα τη βενιζελική ψήφο. Στα δημοσιεύματα του αντιβενιζελικού Τύπου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος χαρακτηρίζεται ως ο «αγύρτης πολιτικός» που εκμεταλλεύονταν την «αφέλεια» των προσφύγων για να σπείρει το «μίσος κατά των πολιτικών του αντιπάλων». Οι πρόσφυγες παρουσιάζονται ως «δούλοι της ανάγκης, είλωτες της αγέλης», οι οποίοι στερούμενοι «πολιτικής αγωγής», λόγω του μακροχρόνιου «ξενικού ζυγού» κάτω από τον οποίο ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια, υπέκυπταν στον «αγύρτην εκμεταλλευτήν της δυστυχίας και της πείνης των».[6]
Το βασικό επιχείρημα το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αντιβενιζελικοί για να εξηγήσουν την πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων, ήταν ότι οι πρόσφυγες δεν έφεραν την εμπειρία του κοινοβουλευτισμού, αλλά ούτε και αυτή του πολίτη, καθώς ζούσαν υπό τον «οθωμανικό ζυγό» στα μικρασιατικά παράλια. Χωρίς να έχουν λοιπόν αναπτύξει το «πολιτικόν αισθητήριον» αποτελούσαν θύματα της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Σε αυτή την ιδέα στήριξαν ακραίοι αντιβενιζελικοί το αίτημα της αφαίρεσης από τους πρόσφυγες όχι απλά του δικαιώματος να είναι υποψήφιοι στις εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά ακόμη και του δικαιώματος να ψηφίζουν.[7]
Σε άρθρο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Κατάφορος νόθευσις του λαϊκού φρονήματος. Ευρύνεται το χάσμα μεταξύ γηγενών και προσφύγων», δημοσιοποιούνταν οι δηλώσεις του καθηγητή Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος, Κωνσταντίνου Δεμερτζή. Διαμαρτυρόμενος για το εκλογικό σύστημα, «το πραξικόπημα της μεταβολής του εκλογικού νόμου συμφώνως προς τας ορέξεις του Βενιζελικού κόμματος», ο Δεμερτζής υποστήριζε ότι οι αντιβενιζελικοί θα έπρεπε να απέχουν από την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση. Ο βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος κατηγορούσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο ότι έδινε στην προσφυγική ψήφο «εικοσαπλάσιαν δύναμιν» σε σχέση με αυτή των υπολοίπων Ελλήνων. Το γεγονός ότι σύμφωνα με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, στην περιφέρεια Αθηνών – Πειραιώς εκλέγονταν οι 32 από τους 250 βουλευτές του κοινοβουλίου, εξασφάλιζε, σύμφωνα με τον Δεμερτζή, την επιτυχία στο κόμμα των Φιλελευθέρων «λόγω των προσφυγικών ψήφων». Με αυτό τον τρόπο ο Βενιζέλος επεδίωκε «την εγκαθίδρυσιν της προσφυγικής δικτατορίας, μεθ’ όλων των ολεθρίων συνεπειών της ένεκα του μίσους και της διακρίσεως, ήτις αυτομάτως προκαλείται οσάκις η μια μερίς της χώρας δεν σέβεται τα ιστορικά και αναμφισβήτητα δικαιώματα της ετέρας.»[8]
Το πρόβλημα της προσφυγικής ψήφου «τακτοποιήθηκε» για το Λαϊκό Κόμμα, όταν αυτό ανέλαβε την εξουσία μετά τις εκλογές του 1933. Ένα από τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης ήταν η απόσπαση των προσφυγικών συνοικιών από το Δήμο Αθηναίων και Πειραιώς και η μετατροπή τους σε αυτόνομους δήμους. Αξιοποιώντας την τακτική του «εκλογικού μαγειρέματος», για την οποία κατηγορούσαν έως τότε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, υπονόμευσαν την προσφυγική ψήφο στις μεγάλες πόλεις της χώρας. Για παράδειγμα, οι προσφυγικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά αποσπάστηκαν από τους δύο μεγάλους δήμους και εντάχθηκαν στο Νομό Αττικοβοιωτίας όπου διακυβεύονταν μόλις τρεις κοινοβουλευτικές έδρες σε σχέση με τις 31 σε Αθήνα και Πειραιά. [9]  
Η ταύτιση των προσφύγων με το βενιζελικό στρατόπεδο είχε γίνει από πολύ νωρίς κατανοητή από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Πολλές ήταν οι περιπτώσεις που η διάσταση βενιζελικών – αντιβενιζελικών υπήρξε ουσιαστικά μια έκφραση της πολιτισμικής διάστασης ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς. Έτσι, πολιτική συμπεριφορά και πολιτισμική συγκρότηση υπήρξαν συχνά δύο όψεις του ίδιου νομίσματος στην αντιπαράθεση γηγενών και προσφύγων. Χαρακτηριστικά ήταν τα όσα σημειώθηκαν μετά τη λήξη του αιματηρού φιλοβασιλικού συλλαλητηρίου στο κέντρο της Αθήνας στις 9 Δεκεμβρίου 1923. Όπως αναφέρει σε άρθρο της την επόμενη ημέρα η εφημερίδα Εστία, στο συλλαλητήριο συμμετείχαν μαζικά οι βασιλόφρονες κάτοικοι των Μεσογείων, αρβανίτες στη μεγάλη τους πλειοψηφία.
Μετά τα έκτροπα στο κέντρο της πρωτεύουσας οι διαδηλωτές στράφηκαν εναντίον των ορφανών παιδιών προσφυγικής καταγωγής που φιλοξενούνταν στο χώρο του Ζαππείου μεγάρου υπό την περίθαλψη της αμερικανικής οργάνωσης «Near East Relief»: «Οι Αμερικανοί του Ορφανοτροφείου του Ζαππείου εξεφράσθησαν μετ’ αγανακτήσεως κατά των διαδηλωτών, τους οποίους αντελήφθησαν να υβρίζουν χυδαιότατα τα ορφανά προσφυγόπαιδα του ιδρύματος».[10] Στη συνέχεια όταν το τρένο που τους μετέφερε πίσω στα Μεσόγεια σταμάτησε για λίγο στους Ποδαράδες (Νέα Ιωνία) «[…] εξετέλεσαν και το τελευταίον μέρος του “πατριωτικού” των προγράμματος. Επρόβαλον, δηλαδή, από τα παράθυρα του τραίνου και ήρχισαν να μουτζώνουν τους συγκεντρωμένους προ του συνοικισμού πρόσφυγας.»[11]

Η «συνάντηση» προσφύγων και γηγενών στη μεσοπολεμική Αθήνα - δύο δηλαδή πληθυσμιακών ομάδων της πόλης οι οποίες παρά τις εσωτερικές τους διαφοροποιήσεις εμφανίζονταν ως συμπαγείς στα πολλαπλά πεδία των μεταξύ τους αντιπαραθέσεων – δημιούργησε κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις που εμπόδισαν την ομαλή ενσωμάτωση των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. Έχοντας ως κύριο πεδίο αντιπαράθεσης την πολιτική διάσταση ανάμεσα σε βενιζελικούς πρόσφυγες και αντιβενιζελικούς γηγενείς, η διάκριση ανάμεσα στις δύο αυτές πληθυσμιακές ομάδες εκδηλώθηκε σε πολιτισμικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Οι πρόσφυγες δεν μπορούσαν να «χαθούν» μέσα στην πολυπληθή Αθήνα, για τον πολύ απλό λόγο ότι αποτελούσαν ένα αριθμητικά μεγάλο κομμάτι της.
Επιπρόσθετα, η πολιτισμική τους ετερότητα, λόγω της μεγάλης βαρύτητας που είχε για την εσωτερική τους συνοχή, η οποία ήταν τόσο αναγκαία για την επιβίωσή τους στις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες των πρώτων ετών της εγκατάστασης στην Αθήνα, αποτελούσε διαρκές στοιχείο διάκρισης που εμπόδιζε τη σύντομη και ομαλή ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία. Ένας ακόμη βασικός και αλληλένδετος με τους προηγούμενους, ανασταλτικός παράγοντας ως προς την ομαλή συμβίωση προσφύγων και γηγενών στην πόλη, υπήρξε ο χωροταξικός και διοικητικός διαχωρισμός των προσφύγων. Σε μια καθημερινότητα όπου η κοινωνική και οικονομική τους περιθωριοποίηση ήταν εμφανής, οι πρόσφυγες αντιλαμβάνονταν τα όρια του προσφυγικού συνοικισμού ως το ζωτικό τους χώρο και μέσα από αυτή την αίσθηση, το κέντρο της πόλης και τις παλιές της συνοικίες, ως «ξένους» χώρους. Με άλλα λόγια, η πολιτική συμπεριφορά των προσφύγων και η διαχείρισή της από τα πολιτικά κόμματα, τροφοδοτούσε και παράλληλα τροφοδοτούνταν από τις πολιτισμικές διαφορές τους με τους γηγενείς, σε μια πολιτική και οικονομική πραγματικότητα που περιθωριοποιούσε ένα σημαντικό τμήμα τους.
Αυτά που χώριζαν πρόσφυγες και γηγενείς ήταν πολλά και χρειάζονταν χρόνος για να αμβλυνθούν. Όμως στη δύσκολη πολιτικά και κοινωνικά περίοδο του Μεσοπολέμου, ο χρόνος αυτός δεν ήταν αρκετός. Σύντομα η κοινή τραγική εμπειρία της Κατοχής θα λειτουργήσει ομογενοποιητικά, διαγράφοντας τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε πρόσφυγες και γηγενείς. Η διαδικασία αυτή θα ενισχυθεί όταν μετά τον πόλεμο, νέοι κάτοικοι της πόλης δεν ήταν πλέον οι πρόσφυγες, αλλά οι χιλιάδες εσωτερικοί μετανάστες που κατέκλυσαν την Αθήνα. Οι πρόσφυγες θα ενσωματωθούν σταδιακά στην ελληνική κοινωνία, διατηρώντας κάποια από τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους, ως στοιχεία πλέον του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.    


[1] Παρατίθεται στο Αντώνης Λιάκος, Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του μεσοπολέμου. Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών, Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα, 1993, σ. 48.
[2] Προσφυγικός Κόσμος, 24 Ιουνίου 1934. 
[3] Μανώλης Τάσσος, συνέντευξη στον γράφοντα, 2-6-2003.
[4] Παρατίθεται στο Λεοντίδου, Πόλεις της σιωπής, σ. 167.
[5] Σπύρος Καράβας, «Η προσφυγική ψήφος στο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας την περίοδο του μεσοπολέμου», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών τ. 9ος, 1992, σ. 153.
[6] Εμπρός, 29 Ιουλίου 1928.
[7] Προκόπης Αγγελέτος, Πρόσφυγες στην Αθήνα και Ισραηλίτες στη Θεσσαλονίκη: Πολιτική χρήση των αρνητικών στερεοτύπων από το Βενιζελικό και Αντιβενιζελικό Τύπο στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, αδημοσίευτη διπλωματική εργασία, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2003, σ. 38-39.
[8] Εμπρός, 13 Ιουλίου 1928.
[9] Γιώργος Μαυρογορδάτος, Stilborn Republic. Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936, Berkeley, University of California Press, 1983, σ. 315.
[10] Παρατίθεται στο Μιχελή, Προσφύγων βίος και πολιτισμός, σ. 123.
[11] Στο ίδιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου