Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Σκίτσα: Η αιχμή της δημοκρατίας...

Wolinski_50_ans_034h


Το χιούμορ διαμελίζει τους κώδικες και υπερφαλαγγίζει τους κανόνες, πηγαίνοντας συχνά πέρα από τα όρια για να υπογραμμίσει την σαθρότητά τους. Σχετικοποιεί τα πάντα, κι έτσι αποκλείει κάθε προνομιούχο και προνομιακό πεδίο οράσεως. Αδιαφορεί για την στατική ισορροπία της σοβαρότητας όσο και για τον αρνητισμό της αποστασιοποιημένης ειρωνείας. Προέρχεται από μια συνείδηση ελευθεριακή, ανευλαβή: περιπαίζει τον κόσμο, διακωμωδεί τον εαυτό του με μιαν απόλυτη έλλειψη αυταρέσκειας, αναζητεί, στις επιφάνειες της πραγματικότητας, τις ρωγμές εκείνες απ’ όπου τρυπώνει το αναπάντεχο, το παράδοξο και το ανοίκειο, για να αναστατώσουν τις παγιωμένες βεβαιότητες και να μας ξυπνήσουν «από την ύπνωση του εαυτού».
‘Βête et méchant ‘ (όπως αυτοπροσδιοριζόταν η σατιρική εφημερίδα Hara-Kiri που θα μετεξελισσόταν σε Charlie-Hebdo μετά την απαγόρευσή της, το 1970, από τον Γάλλο υπουργό εσωτερικών) δεν είναι ποτέ το χιούμορ, γιατί η betise, η ανοησία, δεν γνωρίζει τον αυτοσαρκασμό. Ο Wolinski (ο γελοιογράφος τον οποίο, μαζί με τον Reiser, αγάπησα περισσότερο απ’ όλους εκείνους τους ευφυείς δημιουργούς της γενιάς του που σχολίαζαν από τα αριστερά κάθε αποπνικτικό, ιδεολογικό ή άλλο, σχήμα και κάγχαζαν μπροστά και στην ιδέα ακόμη της ευπρέπειας ή της σοβαροφάνειας) δεν έπαψε ποτέ να αυτοσαρκάζεται, να αυτογελοιοποιείται, είτε ως διανοούμενος της Αριστεράς, ως αμετανόητα προσκολλημένος στο  πνεύμα του γαλλικού Μάη πατέρας που έχει την ατυχία ο συντηρητικός γιος του να ενσαρκώνει τις αξίες που ο ίδιος ευχήθηκε να ανατρέψει, είτε ως σεξομανής εραστής που αδιάκοπα εκλιπαρεί την γυναικεία εύνοια.  Οι γελοιογραφίες του, ή οι εικονοαφηγήσεις του, όπως προσφυώς εξελλήνισε τα bandes dessinees ο Πέτρος Μαρτινίδης, συλλάμβαναν με εξαιρετική απλότητα μια λαμπερή στιγμή διαύγειας και αιρετικότητας.
Ακόμη θυμάμαι τις λεζάντες του για τους «τρελούς που θέλουν ν’ αλλάξουν τον κόσμο χωρίς ν’ αλλάξουν τον άνθρωπο», γι’ αυτούς που «θέλουν να εθνικοποιήσουν την ευτυχία» γι’ αυτούς «που ‘έκαναν το ’68 για να μη γίνουν αυτό που έγιναν». Ήταν οξύς, διορατικός και γενναίος. Κατ’ επίφαση βέβηλος και ανηθικολόγος, στην πραγματικότητα ανθρωπιστής, μελαγχολικός σχολιαστής των χαμένων ψευδαισθήσεων, των απανωτών ματαιώσεων, του χρόνου που περνάει. «Να γερνάς, σημαίνει να μαθαίνεις να χάνεις», έγραψε. Και αλλού: «Ο χιουμορίστας δεν ανήκει σε κανένα κόμμα, δεν πιστεύει σε καμιά θρησκεία. Όλες του οι πράξεις θεωρούνται ύποπτες – ιδίως αυτές που δεν καθοδηγούνται από κανένα συμφέρον».
Aπό τους πρώτους συνεργάτες του Hara-Kiri, στο οποίο προσέρχεται τo 1961 με ένα κόμικ που παρωδεί το ποίημα του Βικτόρ Ουγκώ Après la bataille, θα εξελίξει το στυλ του υπό τις συμβουλές του Φρανσουά Καβανά, εκ των ιδρυτών της σατιρικής εφημερίδας, και θα προκρίνει την λιτότητα του σχεδίου, τον μινιμαλισμό, την οικονομία των μέσων. Ακόμη κι εδώ θα αυτοσαρκαστεί: «Έκανα στυλ την προχειρότητα», θα γράψει. Θα συνεργαστεί με τα πιο ετερόκλιτα, από πολιτική άποψη, έντυπα, από την Humanite  ως το Paris-Match, παρά τις αντιρρήσεις των φίλων του («πέρασα λαϊκό δικαστήριο για την συνεργασία μου με τους κομμουνιστές», εκμυστηρευόταν ο Βολινσκί  στον Μonde το 2010, «ο Σορόν, ο έτερος των ιδιοκτητών του Hara Kiri έλεγε ότι έγλειφα τον κώλο του Μαρσαί»), χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανέναν. Αργότερα, αρχισυντάκτης πια στην μηνιαία Charlie, θα συγκεντρώσει γύρω του πολλά ταλέντα, θα προσλάβει τον Κοπί, θα ανοιχτεί στους ξένους δημιουργούς και θα φιλοξενήσει έργα τους στην εφημερίδα – από τον Γκουίντο Μπουτζέλι και τον  Γκουίντο Κρέπαξ, ως τους Μουνιόζ και Σαμπάγιο. Κι αυτοί οι φίλοι και οι μαθητές του θα πεθάνουν κοντά του, την ώρα της σύσκεψης που τόσο ειρωνευόταν ο Βολινσκί, ονομάζοντάς την «χρόνο που τον χάνεις προσπαθώντας να αποδείξεις ότι οι άλλοι έχουν άδικο»: ο Σαρμπ, ο Τινιού, ο μέγας Καμπύ, ο «αιώνιος έφηβος που αρνιόταν να μεγαλώσει», με την παιδική του φράντζα, το πουλόβερ με τον γυριστό γιακά, την καπαρντίνα του, όμοιος με τον Grand Duduche, τον απλοϊκό, ουτοπιστή ήρωα που δημιούργησε το ’60.
Ανέκαθεν οι μεγάλοι Γάλλοι γελοιογράφοι συνδέονταν στο νου μου με τους poetes-chansonniers, τον Ζωρζ Μπρασένς, τον Λεό Φερέ, κι άλλους ακόμη. Όπως κι εκείνοι, υπηρέτησαν το πνεύμα μιας ευγενούς αναρχίας, όπως κι εκείνοι αντιστρατεύτηκαν το πολιτικά ορθό ακόμη και πριν επιβληθεί στις δυτικές κοινωνίες η ασφυκτική του αδιαλλαξία, όπως κι εκείνοι, υπήρξαν παρωδοί και εικονοκλάστες, όμως το πενάκι τους δεν ήταν παρά η αιχμή της δημοκρατίας. Θα τους διαβάζουμε και θα τους ακούμε.
                                                                                          Κατερίνα Σχινά/oanagnostis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου