Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Gabriel Garcia Marquez (6/3/1927 - 17/4/2014)


Ένα εξαιρετικό σχετικό άρθρο από την 

Άντα Δαλιάκα στο ethnos.gr
Gabriel García Márquez

«Η ζωή δεν είναι αυτή που έζησε κανείς, αλλά αυτή που θυμάται και όπως τη θυμάται για να τη διηγηθεί», έγραψε ο Μάρκες στο «Ζω για να τη διηγούμαι», το πρώτο βιβλίο της τρίτομης αυτοβιογραφίας του, που εκδόθηκε το 2002.

Σε όλο το έργο του δεν έκανε τίποτε άλλο από το να διηγείται ιστορίες της ζωής του δεμένες με την πραγματικότητα της Λατινικής Αμερικής και να τις ομορφαίνει αινιγματικά με τον μαγικό ρεαλισμό – το φαντασιακό στοιχείο που ο ίδιος καθιέρωσε στη λογοτεχνία. Εικόνες και καταστάσεις με γλαφυρές περιγραφές, αλήθειες και ψέματα – όλα μπερδεμένα σε ένα, βγαλμένα από την αλήθεια των χωρών της Καραϊβικής, εμπνευσμένα από τα πρόσωπα της ζωής του, μπολιασμένα με την αριστερή ιδεολογία του.

Κορυφαίος Λατινοαμερικανός λογοτέχνης του 20ού αιώνα, επιστήθιος φίλος του Φιντέλ Κάστρο αλλά και αγαπημένος συγγραφέας του Μπιλ Κλίντον, ο τιμημένος με Νόμπελ Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες άφησε την τελευταία του πνοή τη Μ. Πέμπτη στο σπίτι του στο Μεξικό έπειτα από μακρόχρονη μάχη με την επάρατη νόσο. Ηταν 87 ετών. Συγκλονισμένη η διεθνής κοινότητα αποχαιρετάει τον «μάγο του ρεαλισμού».

.

Οικογενειακές επιρροές
Γεννημένος στις 6 Μαρτίου 1927 στην Αρακατάκα της Κολομβίας, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ήταν γνωστός στη Λατινική Αμερική και ως «Γκάμπο». Δημιουργός του είδους του «μαγικού ρεαλισμού» στη λογοτεχνία έδεσε αρμονικά στη γραφή του φανταστικά στοιχεία και γεγονότα σε κατά τα άλλα συνηθισμένες και ρεαλιστικές καταστάσεις. Αναθρεμμένος με τις ιστορίες για τον τελευταίο εμφύλιο από τον συνταγματάρχη παππού του, ήρωα του Πολέμου των Χιλίων Ημερών, αλλά και της γιαγιάς του, την «πηγή της μαγικής, προληπτικής και μεταφυσικής άποψης της πραγματικότητας», χρησιμοποίησε την επιρροή τους για να γράψει το μυθιστόρημα που τον καθιέρωσε, το «Εκατό χρόνια μοναξιά».

Ο ίδιος ξεκίνησε την καριέρα του σαν δημοσιογράφος όταν σπούδαζε Νομική στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Κολομβίας. Εγινε ενεργό μέλος της ανεπίσημης οργάνωσης «Μπαρανκουίλα», που επίσης επηρέασε τη γραφή του (όπως και τα έργα της Βιρτζίνια Γουλφ και του Γουίλιαμ Φόκνερ στα πρώτα του βήματα), καθώς και κριτικός κινηματογράφου για την εφημερίδα El Espectador της Μπογκοτά.

Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Νεκρά φύλλα», το οποίο ο ίδιος υπεραγαπούσε ως το πιο «ειλικρινές» και «αυθόρμητο» που είχε γράψει ποτέ, εκδόθηκε το 1955, αφού πάλεψε για να βρει εκδότη επί επτά χρόνια.

Ηταν ο λογοτεχνικός και εμπορικός άθλος τού «Εκατό χρόνια μοναξιά» που τον καθιέρωσε, τον έβαλε στην ίδια ζυγαριά απέναντι σε συγγραφείς-θρύλους όπως ο Θερβάντες, ο Μαρκ Τουέιν και ο Τσαρλς Ντίκενς και τον κατέστησε εξαιρετικά δημοφιλή πέρα από τη Λατινική Αμερική, σε όλο τον κόσμο. Είναι γνωστό πως για να γράψει το βιβλίο-σταθμό, ο Μάρκες έφτασε στο σημείο να μην μπορεί να ζήσει την τετραμελή οικογένεια που είχε δημιουργήσει με την αγαπημένη του Μερσέντες Μπάρχα (οι δυο τους απέκτησαν δυο γιους, τον Ροντρίγκο Γκαρσία, γνωστό κινηματογραφικό σκηνοθέτη, και τον Γκονζάλο, γραφίστα).

.

Εδινε… ρόλο στον αναγνώστη
Η ιστορία χρονογραφεί πολλές γενιές της οικογένειας Μπουεντία στο φανταστικό χωριό του Μακόντο (το μέρος που αναπαριστούσε τη γενέτειρα του Μάρκες, Αρακατάκα) – μια αλληγορία πάνω στις κοινωνικές και πολιτικές δομές της Λατινικής Αμερικής.

Στον Μάρκες άρεσε συχνά να αφήνει εκτός του γραπτού του λόγου σημαντικές λεπτομέρειες και γεγονότα, ώστε ο αναγνώστης να έχει πιο ενεργό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας. Κάτι που είχε προφανώς δανειστεί από τις αρχαίες τραγωδίες, στήνοντας ένα δικό του σκηνικό.

Κινηματογραφικός ο λόγος του, εξ ου και η ενασχόλησή του με τα σενάρια μεταξύ άλλων των ταινιών «Καιρός να πεθάνεις» του Αρτούρο Ριπστάιν και «Erendira» του Ρούι Γκουέρα με την Ειρήνη Παππά, ενώ σκηνοθέτες όπως ο Φρανσέσκο Ρόσι σκηνοθέτησαν ταινίες εμπνευσμένες από τα έργα του (ο Φρανσέσκο Ρόσι το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου» και ο Ριπστάιν το «Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει», αλλά και πρόσφατα ο Μάικ Νιούελ το «Ερωτας στα χρόνια της χολέρας» με πρωταγωνιστή τον Χαβιέ Μπαρδέμ).

Το θέμα της μοναξιάς διέτρεχε όλο το έργο του. Στα «Εκατό χρόνια μοναξιά» το διερεύνησε μέσα από τον έρωτα και την αγάπη, ξεκινώντας από το άτομο και γενικεύοντάς το ως προβληματική ολόκληρης της ανθρωπότητας. Κερδίζοντας το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1982, ο Μάρκες είχε πει στον ευχαριστήριο λόγο του «Μοναξιά της Λατινικής Αμερικής», συσχετίζοντας την προσφιλή του θεματική με την εμπειρία των λατινοαμερικανικών εθνών: «Η ερμηνεία της πραγματικότητάς μας μέσα από πρότυπα που δεν μας ανήκουν, χρησιμεύουν μόνο να μας κάνουν όλο και πιο άγνωστους, όλο και λιγότερο ελεύθερους, όλο και πιο μοναχικούς».

Αλλα σημαντικά μυθιστορήματα που καθορίζουν το έργο του είναι τα: «Το φθινόπωρο του πατριάρχη», «Ο στρατηγός μες στο λαβύρινθό του» και «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων». Το 1999, ο συγγραφέας προσβλήθηκε από καρκίνο των λεμφαδένων.

Τότε άρχισε να γράφει την αυτοβιογραφία του, εκδίδοντας τελικά μόνο το πρώτο της κεφάλαιο «Ζω για να τη διηγούμαι» το 2002.

.

Ανατρεπτικός
Φίλος του Κάστρο και αγαπημένος συγγραφέας του Κλίντον

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες εγκαταστάθηκε με την οικογέ­νειά του στην Πόλη του Μεξι­κού στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Η διεθνής φήμη που απέκτησε με το «Εκατό χρόνια μοναξιά» τού έδωσε πολλα­πλές ιδιότητες. Τον κατέστησε διαμεσολαβητή ανάμεσα στις διαπραγματεύ­σεις της κυβέρνησης της Κολομβίας και των ανταρτών, ενώ τον έφερε σε επαφή με τον πρόεδρο της Κούβας Φιντέλ Κάστρο, μια σχέση αμφιλεγόμενη που επικρίθηκε πολύ από συναδέλ­φους του. Γοητευμένος ο Μάρκες από την Κούβα του Φιντέλ, την οποία θεωρούσε υπόδειγμα για έναν μελλοντικό λατινο­αμε­ρικα­νικό σοσιαλισμό, συνδέ­θηκε με βαθιά φιλία μαζί του. Από την πρώτη τους συνάντηση κι έπειτα, ο Μάρκες έγινε για τον Φιντέλ ένας επιστή­θιος φίλος, ένας ευφυής λογοτέ­χνης που τον συμβουλευ­όταν για τα επερχόμενα βιβλία του: «Η δική μας, είναι μια διανοού­μενη φιλία. Μπορεί να μην είναι ευρέως γνωστό, όμως ο Φιντέλ είναι ένας πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος. Οταν είμαστε μαζί, μιλάμε πολύ για λογοτεχνία», είχε πει αναφορικά με τη σχέση του με τον Κουβανό πρόεδρο σε συνέντευξή του το 1982.

Την ίδια ώρα, λόγω της φήμης και των ανοιχτά δηλωμένων απόψεών του περί «ιμπερια­λισμού των Ηνωμένων Πολι­τειών», ο Μάρκες είχε κριθεί ως «ανατρεπτικός» από την αμερικανική κυβέρνηση και για χρόνια δεν μπορούσε να πάρει βίζα από τις αμερικανικές αρχές (ήταν ο Μπιλ Κλίντον που ως πρόεδρος των ΗΠΑ του επέτρεψε να ταξιδέψει δηλώνοντας πως το «Εκατό χρόνια μοναξιά» ήταν το αγαπημένο του μυθιστόρημα). Ευαισθητοποιημένος πολιτικά, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έγραψε το «Φθινόπωρο του πατριάρχη», που εκδόθηκε το 1975 μετά τη φυγή του δικτάτορα της Βενεζουέλας Μάρκος Πέρεζ Χιμένεθ. Σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν ένα «ποίημα πάνω στη μοναξιά της εξουσίας», καθώς παρακολου­θούσε τη ζωή ενός αιώνιου δικτάτορα. Μετά την έκδοσή του, ο Μάρκες επέστρεψε στο Μεξικό από τη Βαρκελώνη όπου είχε εγκατασταθεί για επτά χρόνια και προχώρησε και στην έκδοση του «Χρονικού ενός προαναγγελθέντος θανάτου», εμπνευσμένου από τον Χιλιανό δικτάτορα Αουγκούστο Πινοσέτ, καθώς «δεν μπορούσε να παραμένει σιωπηλός απέναντι στο πρόσωπο της αδικίας και της καταπίεσης».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου